Ο Jack Brabham, ή Black Jack, όπως ήταν γνωστός στους αγωνιστικούς κύκλους, ήταν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία απέναντι στους υπόλοιπους οδηγούς της εποχής του. Όχι μόνο στέφθηκε πρωταθλητής 3 φορές, αλλά με τις τεχνικές του γνώσεις (κανείς άλλος οδηγός δεν έχει παρουσιαστεί έκτοτε με τέτοιο υπόβαθρο γνώσεων), κατάφερε να δημιουργήσει την δική του ομάδα, να νικήσει αγώνες με αυτήν, ακόμα και να κατακτήσει τους τίτλους οδηγών και κατασκευαστών.
Γεννήθηκε στο Hurstville της Αυστραλίας το 1926 και σύντομα έδειξε ενδιαφέρον στις μηχανές αυτοκινήτων δουλεύοντας σε τοπικό συνεργείο στα 15 του χρόνια. Αργότερα, στην περίοδο πολέμου ήταν μηχανικός στην RAF.
Μετά το τέλος του πολέμου άνοιξε δικό του συνεργείο και συμμετείχε με επιτυχία σε τοπικούς αγώνες dirt track και αργότερα αναβάσεων. Εκείνη την περίοδο της ζωής του γνώρισε τον σχεδιαστή Ron Tauranac με τον οποίον θα συνεργαζόταν για πολλά χρόνια.
Έχοντας οδηγήσει μια Cooper Mk IV και V, το 1954 αγόρασε μια Cooper Bristol και συμμετείχε σε αγώνες στην Αυστραλία και στη γειτονική Νέα Ζηλανδία. Την επόμενη χρονιά έχοντας εξελίξει την Cooper Bristol πήγε στην Αγγλία και συνάντησε τον ίδιο τον John Cooper.
Με τις παραινέσεις του Roy Salvadori, οι δυο τους συνεργάστηκαν και ο Brabham αποφάσισε να δουλεύει στο εργοστάσιο της Cooper Car Company σαν μηχανικός προετοιμασίας των μονοθεσίων Grand Prix και οδηγός του φορτηγού μεταφορών της ομάδας.
Λίγο πριν ο Brabham ταξιδέψει στην Αγγλία, είχε τροποποιήσει την Cooper Bristol μεταφέροντας τον κινητήρα στο πίσω μέρος. Το αποτέλεσμα άρεσε στον John Cooper και έχοντας εκτιμήσει τις δυνατότητες του Αυστραλού πίσω από το τιμόνι, του πρότεινε να οδηγήσει το μονοθέσιο στο Αγγλικό Grand Prix του 1955 που έγινε στο Aintree. Ήταν η πρώτη του συμμετοχή σε αγώνα Grand Prix.
Το 1957 ήταν η πρώτη χρονιά που θα συμμετείχε ο Brabham σε όλη τη σεζόν. Από τον πρώτο αγώνα που συμμετείχε στο Monaco, έδειξε ένα οδηγικό στυλ όμοιο με αυτό του Ronnie Peterson και τουGilles Villeneuve. Οι Cooper ήταν τα μόνα μονοθέσια με τον κινητήρα πίσω και λόγω διαφορετικής κατανομής βάρους απαιτούσαν και τον ανάλογο χειρισμό. Θεαματικός, καθαρά υπερστροφικός, αλλά στα χέρια του Αυστραλού, εξίσου γρήγορος. Έφτασε ως την τρίτη θέση στον συγκεκριμένο αγώνα, αλλά τελικά τερμάτισε 6ος.
Σαν ενεργό μέλος της σχεδίασης – εξέλιξης του μονοθεσίου, ταξίδεψε στη Γαλλία και αγόρασε 15 κιβώτια ταχυτήτων από την κατασκευάστρια εταιρία που τα παρείχε και στα αυτοκίνητα Citroen. Με αυτά τα 15 κιβώτια εξασφάλισε 3 αγωνιστικές σεζόν.
Για το 1959, έχοντας αρχίσει να φαίνεται όλο και περισσότερο στο προσκήνιο, ο Roy Salvadori του πρότεινε να οδηγήσουνε για την ομάδα Grand Prix της Aston Martin. Η ιδέα αρχικά είχε αρέσει στον Brabham, αλλά μετά από τις συμβουλές του Reg Tanner της Esso (με τον οποίο ο Αυστραλός είχε φιλικές σχέσεις) ανανέωσε το συμβόλαιο του με τον John Cooper. Η κίνηση αποδείχθηκε σωστή.
Στον πρώτο αγώνα της σεζόν στο Μονακό πετυχαίνει την πρώτη του νίκη, σε μια ομάδα που απασχολούσε τους Stirling Moss, Maurice Trintignant, τον νέο-εμφανιζόμενο Bruce McLaren και τον Masten Gregory. Αν και δε φαινόταν, ότι ήταν πιο γρήγορος από τον Moss, ήταν τουλάχιστο εξίσου γρήγορος. Αλλά, αυτό που ήταν το πλεονέκτημά του, ήταν η κατανόηση του μονοθεσίου κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, προερχόμενη από τις γνώσεις του για τα μηχανικά του μέρη, για πολλά από τα οποία, είχε συμμετάσχει στην προετοιμασία τους για τους αγώνες.
Τα αποτελέσματα άρχισαν να έρχονται και η μάχη για τον τίτλο ήταν υπόθεση του Brabham και των Moss και Tony Brooks με την Ferrari. Στο τελευταίο γύρο του 1959 στο Sebring της Αμερικής, σφράγισε τον τίτλο, αφού όμως πρώτα, με τεράστια ψυχικά αποθέματα είχε σπρώξει την Cooper του που είχε μείνει από καύσιμα για πάνω από 800 μέτρα. Τερμάτισε τέταρτος στον αγώνα, εξουθενωμένος, αλλά και άξιος πρωταθλητής.
Το 1960 υλοποίησε τα σχέδια του για την κατασκευή ενός νέου κιβωτίου ταχυτήτων για την ομάδα της Cooper. Ήταν η τελευταία χρονιά με τηνοποία θα επιτρεπόταν κινητήρες 2.5 λίτρων και ο κινητήρας της Coventry Climax ήταν μακράν ο καλύτερος του ανταγωνισμού. Στα χέρια του Brabham η Cooper πέτυχε 5 συνεχόμενες νίκες, που μόνο και μόνο αυτές ήταν αρκετές να του δώσουν τον δεύτερο τίτλο. Εκείνη τη χρονιά, η Αγγλική ομάδα είχε νικήσει σε όλους τους αγώνες GP εκτός από το Ιταλικό Grand Prix.
Το 1961 ήταν η πρώτη χρονιά των κινητήρων 1.5 λίτρων και η Ferrari ήταν με διαφορά η πιο προετοιμασμένη ομάδα. Οι Ιταλικοί κινητήρες πλέον ήταν οι πιο εξελιγμένοι. Αντίθετα οι Climax 1.5 λίτρων ήταν αναξιόπιστοι. Από το Γερμανικό GP και μετά εμφανίστηκε η απάντηση του Αγγλικού κατασκευαστή με τον νέο V8 Climax.
Αν και ήταν μια χρονιά με φτωχή αποκομιδή, ο Brabham με την Cooper αποφάσισε να συμμετάσχει στον φημισμένο αγώνα Indianapolis 500 (πλέον δεν προσμετρούσε στα αποτελέσματα των αγώνων Grand Prix) με το αυτοκίνητο τύπου Formula 1.
Το θέαμα μιας μικροσκοπικής Cooper Climax ανάμεσα στα θηρία Roadsters με τον κινητήρα μπροστά ήταν για πολλούς μια ευχάριστη, αστεία νότα, που ταυτόχρονα σήμανε τον ερχομό της νέας σχεδιαστικής νοοτροπίας στην Αμερική. Μετά το 1965 τα νικητήρια μονοθέσια στους αγώνες Indianapolis είχαν κινητήρα πίσω…
Για το 1962 ο Brabham είχε άλλα σχέδια. Πίστευε ότι δεν είχε τίποτα άλλο να αποδείξει και αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα όνειρο πολλών χρόνων. Να δημιουργήσει την δική του ομάδα. Για την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού συνεργάστηκε με τον φίλο και σχεδιαστή Ron Tauranac. Αν και φυσικά ο John Cooper τον ήθελε να παραμείνει στην ομάδα του, δεν μπορούσε να του το αρνηθεί.
Έτσι, στα μέσα Μαρτίου του 1962, από τα συνεργεία του Surbiton παράγεται η πρώτη Brabham. Το μονοθέσιο δεν ήταν για αγώνες GP, αλλά για Formula Junior. Εκείνη τη χρονιά, επίσης ο Αυστραλός φέρνει στο προσκήνιο τον Denny Hulme, που από οδηγός στη Νέα Ζηλανδία εργάζεται ως μηχανικός για την νεοσύστατη ομάδα. Το 1962 κατά τη διάρκεια δοκιμών ο Brabham αποφασίζει να δώσει για το 1963 ένα μονοθέσιο Formula Junior στον Hulme.
Ο πρώτος αγώνας Formula 1 όπου εμφανίζεται μονοθέσιο της Brabham Racing Organization, είναι το Γερμανικό GP του 1962. Στους υπόλοιπους 3 αγώνες της σεζόν ο Brabham με το μονοθέσιο του κερδίζει 6 βαθμούς, καθόλου άσχημα για πρωτοεμφανιζόμενη ομάδα.
Το 1963 την ομάδα της Brabham απάρτιζαν ο ιδιοκτήτης της και ο Dan Gurney. Σε μια σεζόν που κυριάρχησε ο Jim Clark με την Lotus 25, η Brabham τερμάτισε 3η στο πρωτάθλημα κατασκευαστών.
Για το 1964 η ομάδα πέτυχε 2 νίκες, στα χέρια όμως του Dan Gurney. Ο υψηλόσωμος Αμερικανός απαιτούσε ένα δεύτερο μακρύτερο σασί, που θα μπορούσε να τον βολεύει. Ίσως η πίεση εκείνων των ημερών έκανε μερικούς να πούνε, ότι ο Brabham είχε σταματήσει να οδηγάει με τον ίδιο ζήλο και ταχύτητα, όπως παλιότερα. Ο Brabham σκέφτηκε σωστά και “νοίκιαζε” τα παλιά του μονοθέσια σε νέους οδηγούς, όπως στους Siffert, Bonnier, Anderson και πολλούς άλλους μετέπειτα.
Το 1965 δεν υπήρχαν νίκες, αυτές έγιναν πάλι μονοπώλιο του Jim Clark στην ασυναγώνιστη Lotus 33. Η ομάδα όμως ήταν αρκετά αξιόπιστη και κατάφερε πάλι να πάρει την τρίτη θέση στο κατασκευαστών. Το 1965 επίσης ήταν και η χρονιά που ο Hulme ντεμπουτάρισε στα Grand Prix, φυσικά με μονοθέσιο του Brabham.
Για το 1966 είχε αποφασιστεί νέα αλλαγή κανονισμών με τους κινητήρες πλέον στα 3 λίτρα. O Brabham δεν ήθελε να μείνει πίσω στην εξέλιξη, όπως η Cooper το 1961 και ύστερα από ταξίδια στην Αμερική και την Αυστραλία αποφάσισε να συνεργαστεί με την Αυστραλιανή Replacement Parts Company (REPCO), αφού η Climax δεν θα παρείχε κινητήρες 3 λίτρων. Ο νέος κινητήρας θα είχε μηχανικά μέρη της Repco, κυλινδροκεφαλή δανεισμένη από μια Oldsmobile και θα χρησιμοποιούσε καύσιμα – λιπαντικά Esso.
Το αποτέλεσμα ήταν η υπέροχη BT19 στην οποία ο Brabham στέφθηκε πρωταθλητής και πήρε και το πρωτάθλημα κατασκευαστών. Έτσι κατάφερε να βάλει τέλος στις φήμες που τον ήθελαν να αποσύρεται σύντομα λόγω προχωρημένης ηλικίας. Θα μείνει στην ιστορία η εμφάνιση του στο GP της Ολλανδίας, όπου εμφανίστηκε αμέσως πριν τον αγώνα με γενειάδα και μαγκούρα. Μπήκε στο μονοθέσιο και από την pole position νίκησε τον αγώνα αφήνοντας τον ανταγωνισμό 1 γύρο πίσω. Πρωτύτερα, στο Reims της Γαλλίας σημειώθηκε η πρώτη νίκη οδηγού με μονοθέσιο κατασκευασμένο από τον ίδιο. Στο Brands Hatch έγινε και το πρώτο 1-2.
Το 1967 η ιστορία ήταν η ίδια. Το πρωτάθλημα κατασκευαστών πήγε πάλι στην Brabham Repco με ένα μονοθέσιο παράδειγμα αξιοπιστίας, αλλά το οδηγών το κατέκτησε ο Denny Hulme μετά από μια σειρά συνεχών τερματισμών στην εξάδα.
Προς το τέλος της σεζόν η ομάδα και οι μηχανικοί άρχιζαν να χωρίζονται μεταξύ Hulme και Brabham και ίσως αυτό ήταν λόγος για την αποχώρηση του Hulme το 1968 στην McLaren. Ήδη είχε οδηγήσει για τον Bruce στους αγώνες Can Am το 1967.
Το 1968 η νέα Brabham Repco ήταν αναξιόπιστη και το δίδυμο Brabham Rindt πέτυχε μόνο 10 βαθμούς. Αυτή ήταν η τελευταία χρονιά των κινητήρων Repco που θα αποχωρούσε από τους αγώνες Formula 1 λόγω υψηλών εξόδων.
Το 1969 ο Brabham έφερε τον Jacky Ickx στην ομάδα που τερμάτισε 2ος στο πρωτάθλημα οδηγών πολύ πίσω από τον Jackie Stewart, όπως και η ομάδα στο πρωτάθλημα κατασκευαστών.
To 1970 o Αυστραλός συμμετείχε στην 16η του σεζόν σε αγώνες Grand Prix, αλλά παρ’ όλ’ αυτά ήταν εξίσου μαχητικός. Κέρδισε τον πρώτο αγώνα του πρωταθλήματος στο Kyalami, αλλά στην Ισπανία εγκατέλειψε ενώ οδηγούσε τον αγώνα 10 γύρους από το τέλος. Στο Monaco πέταξε την νίκη μέσα από τα χέρια του, αποφασίζοντας να περάσει από την λάθος μεριά ένα μονοθέσιο που εγκατέλειψε λόγω καυσίμων.
H Brabham γλίστρησε και σφηνώθηκε στις αχυρόμπαλες στην τελευταία στροφή. Τουλάχιστο κατάφερε να πάρει 6 βαθμούς. Κάτι αντίστοιχο έγινε στο Αγγλικό Grand Prix, όπου πάλι οδηγούσε τον αγώνα ώσπου έμεινε από καύσιμα στον τελευταίο γύρο και τερμάτισε πάλι δεύτερος. Ευνοημένος και στις δυο περιπτώσεις ήταν ο Jochen Rindt. Ο Jack όμως δεν το άντεξε αυτό το παιχνίδι της τύχης και αποφάσισε να εγκαταλείψει στο τέλος της σεζόν.
Όχι μόνο εγκατέλειψε τους αγώνες, αλλά απομακρύνθηκε και από το αγωνιστικό προσκήνιο αποσυρόμενος στην πατρίδα του. Άφησε την ομάδα στον Ron Tauranac, ο οποίος την πούλησε μετά από μια δύσκολη χρονιά στο δίδυμο Bernie Ecclestone – Gordon Murray. Προς τιμήν των πρώην ιδιοκτητών τα αρχικά των μονοθεσίων θα έμεναν BT (Brabham – Tauranac) και όχι ΕΜ (Ecclestone – Murray).
Σαν κατακλείδα παραθέτουμε λόγια του Stirling Moss για τον Jack Brabham: “…Ήταν ένας οδηγός που στην πίστα έδειχνε ότι μια στροφή έχει παραπάνω από μία “ιδανική τροχιά”. Ήταν πολύ δύσκολο να τον προσπεράσεις… Είχε γίνει ειδικός στο να πατάει λίγο εκτός πίστας, για να σου πετάξει σκόνη και πετραδάκια, αλλά έπ’ ουδενί δεν θα σε έβγαζε ηθελημένα εκτός πίστας. Ήταν σκληρός, αλλά καθαρός. …Τα χρόνια που είχε την δική του ομάδα, πρώτα από όλα νοιαζόταν να κρατάει την ομάδα του μπροστά και μετά για τον εαυτό του… Είναι σπάνιο να ξαναδούμε τέτοιο οδηγό με οδηγικές αλλά και τεχνικές γνώσεις…”
Αυτός ήταν ο sir Jack Brabham, ο Black Jack…
Ξενοφών Λειβαδιώτης
Και επειδή στο F1fan.gr ποτέ δεν συμβιβαζόμαστε και θέλουμε πάντα να προχωράμε μπροστά, μπορείς να μας ακολουθήσεις στο Facebook, και στο Instagram, όπως επίσης και να γραφτείς στο εβδομαδιαίο Newsletter μας!