Μία εβδομάδα και κάτι για την επίσημη έναρξη του παγκοσμίου πρωταθλήματος της Formula 1. Ενός θεσμού συνδεδεμένου με την μέγιστη ταχύτητα όπως και επίδοση. Αλλά πως μετριέται η ταχύτητα, ο χρόνος και οι διαφορές στα μονοθέσια; Πως ξεκινήσαμε και φτάσαμε στις διαφορές χιλιοστών του δευτερολέπτου; Πάμε λοιπόν να δούμε την ιστορία της χρονομέτρησης στην Formula 1, τις τεχνικές εξελίξεις και φυσικά γιατί είναι τόσο σημαντική στο άθλημα.
Η ιστορία της χρονομέτρησης στον μηχανοκίνητο αθλητισμό
Πριν βουτήξουμε στην Formula 1, καλό θα ήταν να κάνουμε μια σύντομη διαδρομή στην ιστορία και την θέση της χρονομέτρησης στο motorsport. Προφανώς η κατασκευή ρολογιών προϋπήρχε των αγώνων ταχύτητας, καθώς το πρώτο καταγεγραμμένο γεγονός που περιλάμβανε δύο «αυτοκίνητα» να διαγωνίζονται μεταξύ τους έλαβε μέρος «μόνο» πριν από 150 χρόνια, το 1867. Συμμετείχαν δύο αγωνιζόμενοι, με κατασκευές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν περισσότερο σαν μηχανοκίνητες άμαξες (ατμοκίνητες…), σε μια απόσταση 12 χιλιομέτρων.
Το δεύτερο γεγονός είχε μόνο έναν αγωνιζόμενο – άρα οριακά θα το λέγαμε αγώνα –αλλά τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ πιο ενδιαφέροντα το 1894 όταν και το πρώτο επίσημα οργανωμένο event έλαβε μέρος στην Γαλλία, από το Παρίσι στο Ρουέ – μια απόσταση 120 χιλιομέτρων. Ο νικητής πέρασε την γραμμή του τερματισμού σε 6 ώρες και 48 λεπτά. Όλοι οι αγώνες τα πρώτα χρόνια γινόταν σε δημόσιους δρόμους. Καθώς όμως αυτοί γέμισαν όλο και περισσότερο με κίνηση, για λόγος ασφάλειας, οι πρώτες πίστες έκαναν την εμφάνισή τους: Monza, Brooklands, Spa…
Η μέτρηση του χρόνου ήταν μαζί μας πολύ πιο πριν τους αγώνες ταχύτητας, με τα απλές κατασκευές όπως το ηλιακό ρολόι, κλεψύδρες και ρολόγια νερού – όλα αυτά δεν ήταν παρά τα θεμέλια της σύγχρονης χρονομέτρησης. Το να μετράμε τον χρόνο και να τον χρησιμοποιούμε ώστε να υπολογίζουμε ταχύτητες και μια πλειάδα άλλων πραγμάτων είναι κάτι που μας φαίνεται φυσιολογικό σήμερα και το παίρνουμε ως δεδομένο αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Κατά την διάρκεια της ιστορίας ο χρόνος σχημάτισε την ανταγωνιστική φύση μας, σαν ένα μέσο μέτρησης μια απλής αλήθειας: Ποιος είναι καλύτερος; Είτε μιλάμε για ιππόδρομο, μαραθώνιο ή απλά έναν αγώνα ποδοσφαίρου όλα περιορίζονται ή προσδιορίζονται από τον χρόνο. Ποιος είναι ο πιο γρήγορος σε μια συγκεκριμένη απόσταση, ποιος μπορεί να καλύψει τα περισσότερα χιλιόμετρα σε προσδιορισμένο χρονικό πλαίσιο ή ποιος μπορεί να σκοράρει σε συγκεκριμένο χρόνο; Πολύ απλά δεν μπορείς να αρνηθείς ότι ο χρόνος είναι το κλειδί στους διαξιφισμούς της ανθρωπότητας που έχουν μέσα το «δικό μου είναι μεγαλύτερο/ή καλύτερο».
Χρονομέτρηση και Formula 1
Δεν είναι έκπληξη λοιπόν πως πολλούς από τους σημερινούς οίκους κατασκευής ρολογιών συνεργάζονται με πρωταθλήματα, ομάδες, οδηγούς ή εκδηλώσεις. Τον χορό άνοιξε αποτελεσματικά η Rolex στις αρχές του 1930 όταν και το «στέμμα» συνεργάστηκε με τον Malcolm Cambell, οδηγό αγώνων που οδηγούσε πολύ μεγάλα, γρήγορα και ανασφαλή αυτοκίνητα στην τελική τους σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Τον Σεπτέμβριο του 1935 έσπασε το ρεκόρ τελικής με ένα Bluebird στην Bonneville της Ούτα φτάνοντας τα 484,955χλμ/ω (συνολικά το έσπασε 9 φορές από το 1924 μέχρι το 1935) και έστειλε ένα γράμμα στην εταιρία πως χρησιμοποίησε το ρολόι τους σε «πολύ πιεσμένες καταστάσεις».
Πάμε λίγα χρόνια μπροστά, μετά τον πόλεμο, στο 1950. Προσπαθώντας να διαμορφώσουν την κορυφή του μηχανοκίνητου αθλητισμού σχηματίστηκε το πρωτάθλημα της Formula 1 εκείνη την χρονιά και η χρονομέτρηση ήταν πρωτόγονη (μόνο με απλά ρολόγια χειρός) αλλά τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να πηγαίνουν γρήγορα μπροστά.
Η χρησιμοποίηση του χρονομέτρου, μηχανικού φυσικά, άλλαξε κάπως την ροή των πραγμάτων αλλά ήταν πολύ μακριά ακόμα από την αξιόπιστη μέτρηση και κυρίως από ένα σύστημα που θα μπορούσε ταυτόχρονα να χρονομετρήσει κάθε ένα αγωνιζόμενο μονοθέσιο ξεχωριστά. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό ώστε να εξαλειφθούν οι ασυνέχειες και παρανοήσεις της αναλογικής μέτρησης, τυχαίες ή όχι… ένα παράδειγμα κακού χρονομετρήματος στην Formula 1 λόγο των μηχανικών χρονομέτρων είναι το ιταλικό Grand Prix το 1971. Για τους Ιταλούς τι πιο καλό από έναν οδηγό της Ferrari στην pole position, οπότε και τα νέα πως ο Jacky Ickx πέρασε πρώτος με 1:22.82 χαροποίησαν τους τιφόζι. Η ομάδα της Matra όμως, που είχε στην δούλεψή της την επαγγελματία των χρονομέτρων Michelle Dubosc, αμφισβήτησε το αποτέλεσμα καθώς κατέγραψε χρόνο 1:22.40 για τον οδηγό της, Chris Amon. Η Michelle είχε την φήμη πως ήταν ακριβής σαν ιαπωνικός υπολογιστής (ξέρω, λάθος εποχή, αλλά καταλαβαίνετε τι ήθελαν να πουν) οπότε και το αφεντικό του αγώνα έδωσε την πρώτη θέση εκκίνησης στον οδηγό της. Η απόφαση βγήκε πολύ αργά για να αλλαχθούν τα εξώφυλλα των εφημερίδων οπότε και είχαν ακόμα τον Jacky στην pole position! Αυτό το γεγονός είναι ένα από τα πολλά που έδειξε την ανάγκη για ένα σύστημα που να μετράει από την αρχή μέχρι το τέλος όλους τους οδηγούς.
Από την αρχή του πρωταθλήματος το 1950, η Heuer (σημερινή TAG Heuer, προφέρεται «χόιε») ήταν παρούσα με τους χειροκίνητους μηχανικούς χρονογράφους της. Ομάδες όπως η Ferrari, Lotus και Maserati χρησιμοποιούσαν χρονογράφους της Heuer, που τους λειτουργούσαν κυρίως οι κοπέλες ή γυναίκες των οδηγών. Αν ποτέ δείτε κάποια παλιά φωτογραφία της εποχής εκείνης, παρατηρήστε και είναι σίγουρο πως θα δείτε κάποια γυναίκα να κρατάει έναν χρονογράφο ή χρονόμετρο.
Την εξέλιξη την έφερε η Heuer η οποία και εξέλιξε το σύστημα ACIT (βλ.φώτο εξωφύλλου) – Automatic Car Identification Technology – στα μέσα του 1970. Η αρχή λειτουργείας βασιζόταν στην τοποθέτηση ενός πομπού στο μονοθέσιο, ο καθένας εκπέμποντας σε διαοφορετική συχνότητα προς μια σταθερή κεραία στην γραμμή του τερματισμού. Ακόμα και αν πολλαπλά μονοθέσια πέρναγαν μαζί την γραμμή του τερματισμού το ACIT μπορούσε να διαχωρίσει ποιος ήταν πρώτος,δεύτερος, τρίτος μέχρι και ένα χιλιοστό διαφορά. Αυτό σήμαινε πως τέλος το χαρτί και το μολύβι, τέλος και η πλειάδα χρονογράφων για την μέτρηση όλων τον πιθανών σεναρίων. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 70 ήταν το μόνο σύστημα που χρησιμοποιούνταν από τις ομάδες και από την FIA.
Από τότε το άθλημα εξελίσσεται με φρενήρεις ρυθμούς, και η ζήτηση για ακρίβεια στις μετρήσεις έχει εκτοξευτεί. Pole positions, ταχύτεροι γύροι και μερικές φορές ολόκληροι αγώνες έχουν κερδηθεί ή χαθεί από δέκατα ή και χιλιοστά του δευτερολέπτου. Το 1967 ο John Surtees (ο μόνος πρωταθλητής και στην Formula 1 αλλά και στο Moto GP) κέρδισε το ιταλικό Grand Prix με διαφορά 0,200s από τον δεύτερο. Μερικά χρόνια μετά ο Elio de Angelis με Lotus πέτυχε τη νίκη στο Grand Prix της Αυστραλίας μόνο με μια διαφορά 0.050s μπροστά από τον αργότερα παγκόσμιο πρωταθλητή Keke Rosberg.
Η πιο εντυπωσιακή νίκη από πλευράς χρονομέτρων όμως ήταν άλλη: Οι πρώτοι 5 που τερμάτισαν το 1971 στο Grand Prix της Ιταλίας (στον ναό της ταχύτητας φυσικά) πέρασαν την γραμμή του τερματισμού με διαφορά μόνο 0.061 μεταξύ του πρώτου και του πέμπτου! Ο Peter Gethin κατάφερε να βγει από την στροφή Παραμπόλικα μετά από μια μάχη με τους Ronnie Peterson, Mike Hailwood, Francois Cevert και Howden Ganley στο τελευταίο γύρο του αγώνα. Όλα αυτά μας δείχνουν την ανάγκη για ακριβή και αξιόπιστη χρονομέτρηση στους αγώνες της Formula 1.
Το σύστημα που χρησιμοποιείται σήμερα είναι μια εξέλιξη του ACIT και χρησιμοποιεί ακόμα πομπούς στο αυτοκίνητο αλλά αντί να περνάνε από σταθερούς δέκτες κατά μήκος της πίστας επικοινωνεί συνεχώς επιτρέποντας ζωντανή χρονομέτρηση. Αυτό χρειάζεται για να μετρηθεί το κενό μεταξύ των μονοθεσίων, να ανοίξει το DRS, όπως και η διάρκεια ενός pit stop. Ακόμα να ξέρει ο οδηγός πόσο πρέπει να πιέσει ή να χαλαρώσει και φυσικά προσφέρει στους θεατές την δυνατότητα για αναλυτικότερη και άμεση παρακολούθηση του αγώνα.
Μπορούμε πλέον να δούμε σε έναν χάρτη την θέση ενός οδηγού τη κάθε στιγμή. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να βλέπεις την θέση του δεύτερου οδηγού που κυνηγάει τον άλλον μπροστά του και το κενό κλείνει καθώς ο πρώτος είναι στα πιτ για αλλαγή ελαστικών. Και όλα αυτά, ξεκίνησαν από ένα απλό ρολόι με δείκτες…
Και επειδή στο F1fan.gr ποτέ δεν συμβιβαζόμαστε και θέλουμε πάντα να προχωράμε μπροστά, μπορείς να μας ακολουθήσεις στο Facebook, και στο Instagram, όπως επίσης και να γραφτείς στο εβδομαδιαίο Newsletter μας!