Από το κεφάλι βρομά το ψάρι υποστηρίζει ο λαός, με την τυπικά αμφιλεγόμενη σοφία του. Σοφία πάντως που στη Ferrari σπάνια παραβλέπουν εδώ και αρκετά χρόνια.
Μια ματιά στην τελευταία δεκαετία δεν αφήνει και πολλές αμφιβολίες επί του θέματος. Stefano Domenicali, Marco Mattiacci, Maurizio Arrivabene και Mattia Binotto έχουν όλοι περάσει από τη θέση του αγωνιστικού διευθυντή της Scuderia κατά τη διάρκεια του λυκόφωτος των V8 και της υβριδικής εποχής και το 2023 αναμένεται να προστεθεί και πέμπτο πρόσωπο. Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια η ομάδα του Maranello έχει αποτύχει να κατακτήσει οποιοδήποτε πρωτάθλημα και έχει επίσης δει μερικές από τις χειρότερες χρονιές στις επτά και πλέον δεκαετίες που συμμετέχει στη Formula 1, χωρίς νίκες το 2014 (για πρώτη φορά από το 1993), το 2016, το 2020 και το 2021 και μια ντροπιαστική έκτη θέση στην τρίτη περίπτωση, την πιο χαμηλή από το εφιαλτικό 1980.
Ακόμα και τις φορές που τα πράγματα έδειχναν να παίρνουν θετική κατεύθυνση, που ακόμα και η υπόθεση τίτλος φαινόταν πιθανή, αργά ή γρήγορα αυτή η υπόθεση έπαιρνε άσχημη τροπή. Λάθη από τους οδηγούς, λάθη από την ομάδα σε όλα τα επίπεδα, προβληματικά μονοθέσια, ύποπτοι κινητήρες, τα υβριδικά χρόνια της Formula 1 έχουν ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων αποδειχθεί δύσκολα για τη Ferrari, που είτε βλέπει ενδεχόμενες πρωτιές να ξεγλιστράνε μέσα από τα χέρια της είτε αδυνατεί να ακολουθήσει εξαρχής τους πρωτοπόρους.
Δεν είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια περίοδος χωρίς επιτυχίες, αλλά και πάλι πέτρινα χρόνια από πολλές απόψεις για την αρχαιότερη και σε απόλυτους αριθμούς πιο επιτυχημένη οργάνωση του grid. Εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται να δικαιολογεί το τσεκούρι που έχει πέσει και τα κεφάλια που έχουν κοπεί αυτήν την εποχή. Η ιστορία και το ειδικό βάρος του Cavallino Rampante εντός και εκτός πίστας κάνουν τη νίκη ουσιαστικά αυτοσκοπό, αλλά αυτή φαίνεται συνεχώς να τους διαφεύγει. Προφανώς η διοίκηση δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, οπότε πρέπει να δει την πόρτα της εξόδου.
Στον ευρύτερο αθλητικό κόσμο, κάτι τέτοιο δεν είναι καν αξιοπερίεργο. Πάρτε για παράδειγμα την Paris Saint-Germain. Πόσους προπονητές είχε την ίδια περίοδο; Αν δεν ασχολείστε ιδιαίτερα με το ποδόσφαιρο ή έχετε χάσει το μέτρημα, επιτρέψτε μου να σας διαφωτίσω. Η απάντηση είναι έξι, αν συμπεριλάβει κανείς την αντικατάσταση του φετινού καλοκαιριού. Και δεν είναι τίποτα τυχαίοι. Ακόμα χειρότερα τα πράγματα εκεί.
Αλλά είναι αυτή η λύση; Η PSG διαθέτει εξωφρενικό προϋπολογισμό, μερικούς από τους καλύτερους και πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες και τεχνικούς στον πλανήτη και ισοπεδώνει άπαντες σε εθνικό επίπεδο, όμως δεν έχει καταφέρει να κατακτήσει ευρωπαϊκό τίτλο όλα αυτά τα χρόνια και σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα έχει φανεί άκρως απογοητευτική και κατώτερη των περιστάσεων. Σας θυμίζει κάτι;
Ας γυρίσουμε στη Formula 1 και στο παρόν. Πριν από λίγες ημέρες, οι φήμες και οι όχι ιδιαίτερα διακριτικοί ψίθυροι επιβεβαιώθηκαν. Ο Binotto πήρε πόδι από τη Ferrari. Θεωρητικά παραιτήθηκε και δεν απολύθηκε, αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι μπορούν να καταλάβουν τα συμφραζόμενα.
Και γιατί να μη συμβεί εξάλλου; Σε μια χρονιά που ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τους tifosi, που ομάδα και οπαδοί, συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος, τόλμησαν να ελπίσουν ότι επιτέλους μια από τις μακρύτερες άνυδρες περιόδους στην ιστορία της Scuderia μπορεί να έπαιρνε τέλος, η συνέχεια αποδείχθηκε εφιαλτική. Προβλήματα αξιοπιστίας, ελλιπής εξέλιξη, αδυναμία ανταπόκρισης στις εντός της χρονιάς αλλαγές κανονισμών και στρατηγικές που μετέτρεψαν το Maranello σε αστείο, ακόμα και εκτός του paddock και του μηχανοκίνητου αθλητισμού, με το φινάλε να βλέπει τον Charles Leclerc να πλασάρεται οριακά δεύτερος στο Πρωτάθλημα Οδηγών μπροστά από τον Sergio Perez και την ομάδα να κατακτά σχεδόν με το ζόρι τη δεύτερη θέση στο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών, καθώς η Mercedes πλησίασε σε απόσταση αναπνοής.
Αν ρωτούσε κάποιος το μέσο θεατή, η απάντηση μάλλον θα ήταν ξεκάθαρη. Ο Binotto και κατά προτίμηση το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας θα έπρεπε να απολυθούν με συνοπτικές διαδικασίες. Δική τους η ευθύνη, μονόδρομος η λύση.
Ή μήπως όχι; Τις πταίει; Είναι ο Binotto ο κυρίως υπεύθυνος της πιο πρόσφατης αποτυχίας της Ferrari; Και ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, είναι η έξοδός του καλή ιδέα;
Από την αρχή της θητείας του Binotto (ως αγωνιστικού διευθυντή, η παρουσία του στην ομάδα πάει σχεδόν τριάντα χρόνια πίσω), η Ferrari έχει περάσει αρκετά σκαμπανεβάσματα. Το 2019 είδε τη συνέχεια μιας καθοδικής πορείας που είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα της προηγούμενης σεζόν. Σε αντίθεση με το πρώτο μισό του 2018, ο Sebastian Vettel και ο νεοαφιχθείς Leclerc δεν κατάφεραν σε κανένα σημείο της χρονιάς να απειλήσουν τις κυριαρχικές Mercedes και παρόλο που πέτυχαν τρεις συνεχόμενες νίκες μετά το καλοκαιρινό διάλειμμα ολοκλήρωσαν τη σεζόν με λιγότερους βαθμούς από τον τρίτο Max Verstappen. Η Ferrari διατήρησε τη δεύτερη θέση στους Κατασκευαστές χάρη στη σαφώς κατώτερη απόδοση του δεύτερου κόκπιτ της Red Bull, αλλά το χάσμα ανάμεσα στους Ιταλούς και τα ασημένια βέλη φαινόταν αβυσσαλέο. Μαζί με τη διαφορά απόδοσης, προέκυψαν και προβλήματα αρμονίας στο εσωτερικό, καθώς το νέο οδηγικό δίδυμο δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις και ούτε έγινε σωστή διαχείριση αυτών.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα το 2020, όταν, ύστερα από μυστικές, παρασκηνιακές συμφωνίες γύρω από την ύποπτη μονάδα ισχύος της, η Scuderia βρέθηκε να παλεύει όχι για νίκες ή έστω μια θέση στο βάθρο, αλλά για θέσεις στη δεκάδα. Σε συνδυασμό με την οικτρή απόδοση του απερχόμενου Vettel, που είχε μάθει πριν καν αρχίσει η σεζόν ότι δε θα συνέχιζε στα κόκκινα το 2021, το μόνο που κατάφεραν στο Maranello ήταν μια ταπεινωτική έκτη θέση, πιο κοντά στην έβδομη AlphaTauri απ’ότι στην πέμπτη Renault και με Alfa Romeo, Haas και Williams να είναι ουσιαστικά αμελητέες ποσότητες.
Από τέτοια βάθη, μόνο ανοδική θα μπορούσε να είναι η πορεία για να διατηρηθεί έστω μια κάποια αξιοπρέπεια και ευτυχώς το 2021 ήταν πολύ καλύτερο. Δεύτερη συνεχής χρονιά χωρίς νίκες, αλλά σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο που επισφραγίστηκε από μια εμφατική τρίτη θέση στους Κατασκευαστές. Όχι ακριβώς αναγέννηση από τις στάχτες της, όμως και πάλι θεαματική ανάκαμψη για την ιστορική εταιρεία, ειδικά με το νέο τότε όριο εξόδων να μην της επιτρέπει να ξοδεύει όσο στο παρελθόν. Και το 2022 οι Ιταλοί βρέθηκαν να διεκδικούν ξανά τίτλους, τουλάχιστον στην αρχή, πριν τελικά μείνουν πίσω και περισσώσουν τη δεύτερη θέση.
Αν το δει κανείς έτσι, ο Binotto δεν είναι ακριβώς εγκληματίας. Ανέλαβε τα ηνία μιας ομάδας που βρισκόταν ήδη σε παρακμή και που στη συνέχεια κατακρημνίστηκε από συνθήκες πέρα από τον έλεγχό του, σε εκείνη τη φάση τουλάχιστον, και την έφερε ξανά στο προσκήνιο για ένα διάστημα. Μάλλον όχι η πιο υπέρλαμπρη διαδρομή, αλλά σίγουρα όχι και παράσημο ντροπής στο πέτο του.
Θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη; Χωρίς αμφιβολία. Κακή διαχείριση και των δύο οδηγικών του διδύμων, ειδικά το 2019 και το 2022, αδυναμία αναγνώρισης και παραδοχής λαθών και κατά πολλούς υπερβολικά μαλακή και αναποφάσιστη διοικητική παρουσία και έλλειψη πυγμής στέρησαν από τη Ferrari καλύτερα αποτελέσματα και η πρόοδος σε αρκετές περιπτώσεις ήταν πολύ αργή, καθώς η ομάδα δε φαινόταν να μαθαίνει από τα στραβοπατήματά της.
Όχι, ο Binotto δεν είναι σε καμιά περίπτωση υπόδειγμα αγωνιστικού διευθυντή. Αλλά ούτε είναι η κινητή καταστροφή που νομίζουν αρκετοί. Και η χρονική συγκυρία για την έξοδό του είναι κάκιστη. Η Ferrari είναι μια ομάδα σε στάδιο αναδιοργάνωσης, τόσο από άποψη της εσωτερικής δομής της όσο και από άποψη των τεκταινομένων της Formula 1. Η απώλεια του διευθυντή της, επί 28 χρόνια μέλους της και ουσιαστικά επικεφαλής του τεχνικού της τμήματος χωρίς να υπάρχει έτοιμος και ικανοποιητικός αντικαταστάτης διαθέσιμος μπορεί να αποβεί καταστροφική γι’αυτήν την αναδιοργάνωση και την πορεία της τα επόμενα χρόνια.
Πάμε λίγο πίσω.
Η πρώτη μου επαφή με τη Formula 1 ήταν κατά το απόγειο της εποχής Schumacher. Michael Schumacher, Jean Todt, Ross Brawn, Rory Byrne. Κόκκινη παντοδυναμία, οι νίκες προεξοφλημένες, το πρωτάθλημα σίγουρο. Ο Schumacher θα κέρδιζε, η Ferrari θα κυριαρχούσε. Σε μισό χρόνο ήξερα απέξω τη μελωδία του γερμανικού και ιταλικού εθνικού ύμνου και ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που ακούω τον πρώτο η στιγμιαία αντίδραση είναι να περιμένω το δεύτερο. Όντας ακόμα στο νηπιαγωγείο τότε, μου πήρε σχεδόν τρία χρόνια για να μάθω ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι.
Για να χτιστεί μια από τις πιο επιτυχημένες περιόδους στην ιστορία της Formula 1 χρειάστηκε χρόνος. Ο Jean Todt ανέλαβε τα ηνία στα μέσα του 1993. Ο Schumacher και το μηχανικό επιτελείο της Benetton ήρθαν το 1996. Ο πρώτος τίτλος Κατασκευαστών ήρθε το 1999, ο πρώτος Οδηγών το 2000. Αλλά ήρθαν. Ο Todt άφησε πίσω του τις συχνά γελοίες εσωτερικές διαμάχες και ίντριγκες που στο πέρασμα του χρόνου έχουν κάνει τεράστια ζημιά στη Ferrari, ο Schumacher πίστεψε στη νίκη και παρέμεινε, όλοι έσφιξαν τα δόντια και δεν τα παράτησαν ούτε απολύθηκαν μετά το δύσκολο 1996, το παραλίγο του 1997 και την αδιανόητη κίνηση του Schumacher, το επίσης δύσκολο 1998. Ακόμα και το 1999 είχε αβαρίες, με τον τραυματισμό του Γερμανού και την τελική ήττα του Eddie Irvine στους Οδηγούς από τον Mika Häkkinen. Απογοητεύσεις, δυσκολίες, αλλά η αναδιοργάνωση δούλεψε, ακόμα και αν χρειάστηκε το μεγαλύτερο μέρος μιας δεκαετίας για να έρθουν οι πολυπόθητες επιτυχίες.
Πόσες φορές έχει αλλάξει αγωνιστικό διεθυντή η Red Bull από την είσοδό της στη Formula 1 το 2005; Σωστά, καμία. Ο Christian Horner, κάποτε ο νεότερος αγωνιστικός διευθυντής του grid, έχει αρχίσει να γκριζάρει, αλλά είναι ακόμα εκεί. Η Mercedes τι έχει κάνει από την εργοστασιακή επιστροφή της το 2010; Μία αλλαγή, από τον Ross Brawn στον Toto Wolff λίγο πριν τη γενική απόσυρση του πρώτου μετά από τέσσερα χρόνια ως ηγέτη της ομάδας, πέντε αν συνυπολογιστεί το 2009. Οι τρεις ομάδες που έχουν κυριαρχήσει στη Formula 1 τον 21ο αιώνα δε χτίστηκαν εν μία νυκτί.
Σύμφωνοι, ο Binotto δεν είναι σε καμία περίπτωση Todt, Horner ή Wolff και το χάος που βλέπει κανείς να ξετυλίγεται σε κάποιες περιπτώσεις στο κόκκινο γκαράζ σίγουρα δεν εμπνέει ακριβώς εικόνες dream team. Οπωσδήποτε χρειάζεται να γίνουν αλλαγές στη Ferrari. Αλλαγές φιλοσοφίας, αλλαγές διοικητικού στυλ, αλλαγές ποιότητας. Στην παρούσα κατάσταση, το να ποντάρει κανείς στη Scuderia είναι χαμένα λεφτά. Αλλά η καρατόμηση του αγωνιστικού διευθυντή σε ένα τόσο κρίσιμο και κομβικό σημείο και με τη διαδοχή να είναι τόσο αβέβαιη επίσης δεν πείθει για το μέλλον, όπως προαναφέρθηκε.
Η κατάκτηση της κορυφής χρειάζεται χρόνο. Η παραμονή εκεί ακόμα περισσότερο. Και στη Ferrari τα πολιτικά παιχνίδια, τα συμφέροντα της ανώτερης διοίκησης, η αναζήτηση του μυστικού συστατικού που ως δια μαγείας θα λύσει όλα τα προβλήματα, δε δίνουν σε κανένα αυτόν το χρόνο.
Μπορεί να είμαι απαισιόδοξος. Μπορεί ο αντικαταστάτης του Binotto να επαναφέρει την ομάδα στην τάξη, το πρωτάθλημα στο Maranello και το χαμόγελο στο πρόσωπο των απανταχού tifosi. Μπορεί μέσα σε δύο χρόνια να μιλάμε για νέα κόκκινη εποχή και αυτό το άρθρο να αναφέρεται από όσους το διάβασαν ως ανόητο και ρηχό, υπεράσπιση κάποιου που μόνο προβλήματα προκαλούσε και ποτέ δεν άξιζε να έχει τη θέση στην οποία βρέθηκε.
Αλλά αυτήν τη στιγμή, στα ερωτήματα του αν ο Binotto φταίει για τις απώλειες της Ferrari, αν η δουλειά του ήταν τόσο κακή, αν η απόλυση (συγγνώμη, παραίτηση) ήταν η μόνη λύση για τη ζημιά που έχει κάνει, οι απαντήσεις δυστυχώς δε φαίνονται τόσο ξεκάθαρες. Είναι σίγουρα ο αποδιοπομπαίος τράγος και ως ένα βαθμό το αξίζει. Το κατά πόσο έπρεπε να δει την πόρτα της εξόδου όμως έχει πολύ περισσότερες προεκτάσεις.
Και επειδή στο F1fan.gr ποτέ δεν συμβιβαζόμαστε και θέλουμε πάντα να προχωράμε μπροστά, μπορείς να μας ακολουθήσεις στο Facebook, και στο Instagram, όπως επίσης και να γραφτείς στο εβδομαδιαίο Newsletter μας!