Στις 8 Οκτωβρίου του 2000, ο Michael Schumacher θα έφερνε τη Ferrari ξανά στο Έβερεστ της Formula 1, για πρώτη φορά από το 1979 και τον Jody Scheckter.
Από την επιτυχία του 1979, η ιταλική ομάδα δεν είχε μπορέσει για δύο δεκαετίες να γευτεί τη χαρά ενός Πρωταθλήματος Οδηγών, παρά το γεγονός πως το 1997 και 1998 ήταν άμεση διεκδικήτρια απέναντι σε Jacques Villeneuve και Mika Hakkinen αντίστοιχα. Πιο κοντά από ποτέ, ωστόσο, είχε φτάσει το 1999, με τον Eddie Irvine να παλεύει μέχρι τον τελευταίο αγώνα απέναντι στον Φινλανδό της McLaren, σε μια χρονιά που ο Schumacher είχε χάσει αρκετούς αγώνες λόγω σπασμένου ποδιού, στο Silverstone.
Όντας στα 31 του, και ήδη με δύο παγκόσμιους τίτλους απ’ τα χρόνια στη Benetton, ο Γερμανός είχε νέο ομόσταβλο το 2000, και συγκεκριμένα τον Βραζιλιάνο Rubens Barrichello.
“Είμαι ξεκάθαρα ο Νο.2 οδηγός. Θα ήταν σνομπ να σχολιάσω ότι είμαι ο πρώτος οδηγός. Ήρθα στην ομάδα αρκετά αργότερα απ’ τον Michael. Ο χώρος του ανήκει”, είχε δηλώσει τότε ο 28χρονος Barrichello.
“Αυτή είναι η ευκαιρία μου να συγκριθώ με τον Michael, που είναι ένας απ’ τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος οδηγός στον κόσμο. Η πρόκληση που έχω είναι να δείξω πόσο καλός οδηγός είμαι”.
Όπως και έγινε, ο Schumacher γρήγορα έκανε σαφές ποιος κάνει κουμάντο στα γκαράζ, κερδίζοντας στους πρώτους τρεις αγώνες της σεζόν. Ωστόσο, αυτές ήρθαν και με…εξωτερική βοήθεια, όταν η McLaren έχασε νίκες λόγω τεχνικών προβλημάτων σε Αυστραλία και Βραζιλία.
Ο οδηγός της Ferrari πέρασε και το δικό του στάδιο κακοτυχίας ωστόσο, στο καλοκαιρινό σκέλος. Τρεις εγκαταλείψεις, μια αστοχία κινητήρα και δύο επαφές σε εκκίνηση, έκαναν τη μάχη του τίτλου δράμα, που θα πήγαινε μέχρι τα τελειώματα του 2000.
Στον προτελευταίο αγώνα της σεζόν, στη Suzuka, ο Schumacher είχε προβάδισμα 8 βαθμών απ’ τον Hakkinen, με έναν αγώνα να απομένει (10-8-6-5-4-3-2-1 σύστημα βαθμολόγησης τότε). Αυτό σήμαινε κάτι πολύ απλό: εάν ο Γερμανός κέρδιζε στην Ιαπωνία, τότε θα είχε στεφθεί πρωταθλητής ανεξαρτήτως αποτελέσματος στο φινάλε.
Οι κατατακτήριες ήταν χάρμα οφθαλμών: οι δύο διεκδικητές (αμφότεροι δις πρωταθλητές εκείνο τον καιρό), αντάλλασσαν ταχύτερους γύρους, σε ένα διαφορετικό σύστημα κατατακτηρίων τότε. Ο Hakkinen έκανε χρόνο 1:35.834, χρόνο που στο τέλος ο Schumacher ξεπέρασε για 10 χιλιοστά του δευτερολέπτου!
“Στο τελευταίο chicane, δεν μπόρεσα να επιταχύνω απ’ τη στροφή όσο γρήγορα θα ήθελα και προφανώς με απογοητεύει η δεύτερη θέση”, θα δηλώσει τότε ο Φινλανδός, που στην τελευταία του προσπάθεια έκανε μόλις 1:36.018.
Στην εκκίνηση, μια ημέρα μετά, ο Schumacher με το καλημέρα έδειξε τις προθέσεις του, κλείνοντας με μανία την πόρτα στον Ιπτάμενο Φινλανδό. Αυτό δε σταμάτησε, ωστόσο, τον Hakkinen απ’ το να τον περάσει, έχοντας κάνει αστραπιαία εκκίνηση και επιτάχυνση με την MP4-15 του.

Στο απόλυτο όριο οι δύο διεκδικητές του τίτλου, τα έδωσαν όλα απ’ την εκκίνηση ως το τέλος
Στα 2/3 του αγώνα, ο Γερμανός ήταν σκιά του Φινλανδού, με τη διαφορά να μην ξεφεύγει ποτέ απ’ τα 3 δευτερόλεπτα. Κάπου εκεί, ήρθε η σειρά για τα δεύτερα pitstops. Τότε, ο Schumacher σταμάτησε τρεις γύρους πιο αργά απ’ τον Hakkinen, πετυχαίνοντας ένα μεγάλο overcut, μιας και πλέον είχε ελεύθερο αέρα να κινηθεί μονος του μπροστά. Εκείνες τις εποχές των ανεφοδιασμών, μάλιστα, ένα overcut είχε μεγαλύτερη ισχύ, καθώς τα φορτία καυσίμου ήταν πολύ πιο δυναμικά απ’ ότι σήμερα.
“Όλη μου τη ζωή, δεν θα ξεχάσω ποτέ το μήνυμα στο radio απ’ τον Ross (Brawn)”, είχε αναφέρει λίγο πριν το τραγικό του ατύχημα το 2013 ο Schumacher. “Ήμουν στο pitlane μετά το δεύτερο ανεφοδιασμό, και μου είπε: ‘Τα πράγματα δείχνουν καλά, δείχνουν καλά'”.
“Ήταν πολύ τεταμένη κατάσταση, και ενώ τον περίμενα να μου πει ότι τα σημάδια καλά, μου αναφώνησε ‘Τα σημάδια είναι πάρα πολύ καλά'”.
“Δεν περίμενα πως θα μας είχε βγει μετά το δεύτερο pitstop. Οι δύο τελευταίοι μου γύροι πριν τον ανεφοδιασμό δεν ήταν πολύ καλοί. Είχα πετύχει και κίνηση και έπρεπε να προσπεράσω μια Benetton που είχε κάνει τετακέ. Και έπειτα, ήρθε αυτό το μήνυμα απ’ τον Ross. Απίστευτο”.
“Αμέσως συνειδητοποίησα πως βγήκα απ’ το pitlane μπροστά, και εάν δεν έκανα λάθη και το μονοθέσιο δεν έβγαζε προβλήματα, τότε ο τίτλος ήταν στα χέρια μας, επειδή η προσπέραση δεν ήταν εύκολη στη Suzuka”.
Με 1,8 δευτερόλεπτα διαφορά πήρε την καρό σημαία ο Γερμανός, λήγοντας την ανυδρία της σαμπάνιας του τίτλου της Scuderia.
“Τη στιγμή που πέρασα τη γραμμή, ήταν τρελό το συναίσθημα”, πρόσθεσε ο Γερμανός στις τότε δηλώσεις του. “Μέχρι τότε, δεν είχα τολμήσει να χαρώ, επειδή ήθελα να είμαι απόλυτα σίγουρος πως θα περάσω αυτή τη γραμμή του τερματισμού”.
“Αργότερα, επαναλαμβανόμενα ρωτήθηκα ποια ήταν τα πρώτα μου συναισθήματα τότε. Ποτέ δεν μπόρεσα να βρω να διατυπώσω τις σωστές λέξεις. Δεν ξέρω πως να περιγράψω τη χαρά αυτή”.
“Ξαφνικά, ένιωθα παγιδευμένος μέσα στο μονοθέσιο, στη Ferrari μου, ήμουν έτοιμος να εκραγώ. Χτυπούσα τόσο έντονα το τιμόνι που νόμιζαν ότι έσπασε. Προληπτικά, το απέσυραν”.
“Κοιτάζοντας πίσω, πρέπει να πω πως ο αγώνας αυτός ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο για μένα. Όχι μόνο γιατί μου έδωσε τον τίτλο, αλλά επειδή ήταν μια τέτοια εμφάνιση υψηλού επιπέδου. Ήταν αγώνας στο κορυφαίο επίπεδο”.
“Για πάνω από 40 γύρους ο Mika και εγώ κάναμε σχεδόν τους ίδιους γύρους, λες και τρέχαμε μονίμως σε κατατακτήριες. Ήταν σίγουρα απ’ τους καλύτερους αγώνες που έχω οδηγήσει, εάν όχι ο καλύτερος. Ο Mika ήταν φανταστικός, με πίεσε στα όριά μου”.

Ο Γερμανός θα πει για τον Hakkinen πως ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος που αντιμετώπισε ποτέ για τον τίτλο
Τις επόμενες μέρες απ’ τη Suzuka, ο τρις παγκόσμιος πρωταθλητής το γιόρτασε δεόντως. “Δεν έχω νιώσει ποτέ τόσο άσχημα μετά από πάρτι”, είχε εξομολογηθεί τότε. “Από την Ιαπωνία πήγαμε διακοπές στην Ταϊλάνδη και μου πήρε δύο μέρες να συνέλθω”.
Η ιστορία έδειξε πως εκείνος ο τίτλος ήταν μόλις η αρχή για το δίδυμο Schumacher-Ferrari, καθώς ακολούθησαν άλλοι 4 τίτλοι σε Οδηγούς και Κατασκευαστές, ένα σερί που μέχρι σήμερα παραμένει άσπαστο.
Και επειδή στο F1fan.gr ποτέ δεν συμβιβαζόμαστε και θέλουμε πάντα να προχωράμε μπροστά, μπορείς να μας ακολουθήσεις στο Facebook, και στο Instagram, όπως επίσης και να γραφτείς στο εβδομαδιαίο Newsletter μας!